- κεντρί
- τοαυτό που κεντρίζει, το κέντρο μερικών εντόμων: Έμεινε μέσα στο δέρμα το κεντρί της σφήκας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κεντρί — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 848 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στον ισθμό της Ιεράπετρας, 34 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. * * * το (ΑΜ κεντρίον, Μ και κεντρί)… … Dictionary of Greek
κεντρίτιδος — κεντρί̱τιδος , κεντρῖτις prickly fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek
σκορπιοί — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα γένη αρθρόποδων, της τάξης των σκορπιονιδών, της ομοταξίας των αραχνιδίων. Οι σ. αποτελούνται από ένα μπροστινό τμήμα, που λέγεται πρόσωμα ή κεφαλοθώρακας, προστατευόμενο από μια ραχιαία χιτινώδη ασπίδα… … Dictionary of Greek
κέντρο — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 114 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, αριστερά του ποταμού Αλιάκμονα, 30 χλμ. ΝΑ της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βεντζίου. 2.… … Dictionary of Greek
λιπόκεντρος — λιπόκεντρος, ον (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιπόκεντρον είδος καρφιού αρχ. (για μέλισσα) αυτή που άφησε το κεντρί της σε πληγή, που δεν έχει πλέον κεντρί («λιπόκεντροι μέλισσαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίπ(ο) * + κέντρον «κεντρί»] … Dictionary of Greek
καμηλόκεντρον — καμηλόκεντρον, τὸ (Μ) το κεντρί με το οποίο κεντρίζουν τις καμήλες για να βαδίζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + κέντρον «κεντρί»] … Dictionary of Greek
κατακεντρώ — κατακεντρῶ, όω (Α) κοσμώ με κέντρα, με οξείες εξοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κεντρῶ «εφοδιάζω με κεντρί» (εδώ «με οξείες προεξοχές») (< κέντρον «κεντρί»)] … Dictionary of Greek
κεντροδήκτης — κεντροδήκτης, ὁ (Μ) αυτός που κατά το δάγκωμα αφήνει το κεντρί στο δαγκωμένο μέρος τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «κεντρί» + δήκτης (< δάκνω «δαγκώνω»)] … Dictionary of Greek
κεντρωτός — ή, ό (Α κεντρωτός, ή, όν) [κεντρώ] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών μεμβρανιδών αρχ. αυτός που έχει κεντρί ή αιχμή, που είναι οπλισμένος με κεντρί, ο κεντροφόρος 2. (για παπούτσια και σανίδες) αυτός που… … Dictionary of Greek